- υδροχρωματισμός
- badanalama
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
υδροχρωματισμός — ο, Ν [υδροχρωματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδροχρωματίζω 2. επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα για προστασία της αντίστοιχης επιφάνειας από την υγρασία αλλά και για αισθητικούς λόγους … Dictionary of Greek
υδροχρωματισμός — ο η επικάλυψη επιφανειών με υδρόχρωμα (βλ. λ., 2, 3) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδροχρωμάτιση — η, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek
υδροχρωμάτισμα — το, Ν [υδροχρωματίζω] ο υδροχρωματισμός … Dictionary of Greek
υδροχρωμάτισμα — το, ατος υδροχρωματισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)